Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Ήταν κάποτε ένα πρεζάκι

(του Τερζή Πέτρου)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πρεζάκι στη φυλακή. Μπήκε εκεί επειδή ήταν ένα βήμα όπως υποστηρίχθηκε πριν το γκρεμό. Έπειτα από 7 χρόνια κράτησης το πρεζάκι βγήκε από τη φυλακή. Η έξοδος του ήταν πανηγυρική και συνοδευόταν από χαρές και πανηγύρια. Οι δικηγόροι που τον έβγαλαν ήταν και εκείνοι χαρούμενοι. Το γέλιο μερικών όμως έκρυβε μια χαρά διαφορετική από εκείνη του αποφυλακιστέου.

Τα πρώτα χρόνια μετά την αποφυλάκιση ήταν χρόνια ένταξης στο νέο περιβάλλον. Άρχισε να γνωρίζει πράγματα καινούρια, ξένα προς αυτόν. Άρχισε να αγαπά πράγματα που μέχρι χθες δεν ήξερε, πράγματα ξένα προς αυτόν. Άρχισε να υιοθετεί πράγματα που αγνοούσε, πράγματα ξένα. Τετράγωνα κουτιά που έδειχναν εικόνες, ρούχα φαντεζί από άλλες Πολιτείες, ξεχωριστοί τρόποι διασκέδασης. Ένας εκ βαθέων διαφορετικός τρόπος ζωής. Ένα modus vivendi συνεχώς μεταβαλλόμενο. Έβλεπε γύρω του τον κόσμο να αλλάζει εμφάνιση και συμπεριφορές. Αλλιώς είχε συνηθίσει εκείνος πριν μπει στη φυλακή. Ο ελεύθερος πια άνθρωπος υιθετούσε κάθε συμπεριφορά-διαβατήριο για αυτόν τον νέο κόσμο. Έτρεχε να φτάσει τις αλλαγές σαν τον τον γραφικό εκείνο κύριο με τη βαλίτσα που κυνηγά ένα τρένο που συνεχώς τρέχει. Δεν τον ενδιέφερε τι έχανε και τι του παίρναν στην πορεία, ήθελε απλά να φτάσει το τρένο. Φευ.

Τα χρόνια περνούσαν και οι δικηγόροι του ελεύθερου ετοίμαζαν το σχέδιο για μια νέα φυλακή. Μια φυλακή οξύμωρη. Μια φυλακή στην οποία ο ελεύθερος θα ήθελε να πάει ή τουλάχιστον δε θα εξέφραζε αντίρρηση. Το πρεζάκι δε θα καταλάβαινε τίποτα. Θα οδηγούνταν σιγά σιγά εκεί. Θα τον έστελναν εκεί οι δόσεις. Δόσεις "χαράς" που θα χορηγούνταν απο τους δικηγόρους του αλλά και απο άλλους έμπορους, ξένους σ'αυτόν. Κι αυτοί ξένοι είχαν μια χαρά περίεργη, διαφορετική απο εκείνη των δικηγόρων.
Κάθε λίγο οι ξένοι έμποροι έδιναν τις δόσεις στους δικηγόρους κι εκείνοι στο πρεζάκι και ήταν όλοι χαρούμενοι. Το πρεζάκι χαμογελούσε γιατί με αυτές τις δόσεις "ευεξίας" περνούσε όμορφα, είχε πολλά να δώσει. Κι έδινε περισσότερα. Έτσι έμαθε απο τη μέρα που βγήκε από τη φυλακή. Να δίνει περισσότερα απο όσα έχει και να παίρνει περισσότερα απο όσα χρειάζεται. Ζούσε λοιπόν το δικό του παραμύθι. Ένα παραμύθι που όμως είχε συγγραφέα ξένο.

Οι δικηγόροι ήταν επίσης χαρούμενοι. Από τις δόσεις που έστελναν οι ξένοι συνεργάτες τους για το πρεζάκι, "κάτι" περίσσευε και για αυτούς. Ήταν επίσης χαρούμενοι γιατί το πρεζάκι τους αγαπούσε και τους στήριζε. Και την αγάπη αυτήν την εκδήλωνε κάθε τόσο. Οι δικηγόροι έτρωγαν, έπιναν, γελούσαν...βασιλικότεροι του βασιλέως. Και γιατί να μην χαμογελούσαν; Το πρεζάκι ήταν απορροφημένο στα νέα του ενδιαφέροντα. Σημασία δεν έδινε στο τι μαγείρευαν αυτοί. Τι κι αν άλλαζαν κατά καιρούς οι δικηγόροι, η τακτική πάντα ίδια.

Ήρθαν όμως οι καιροί που οι δόσεις φανέρωσαν τις παρενέργειες τους. Ασθένειες χτύπησαν το πρεζάκι. Ασθένειες περίεργες που ξεκίνησαν από την άλλη άκρη του ατλαντικού για να έρθουν να κορυφωθούν στο πρεζάκι σαν ολόκληρός ο πλανήτης να έπαιζε εναντίον του ένα παιχνίδι με καθορισμένη πορεία και τέλος. Το πρεζάκι άρχισε να λησμονεί τις δόσεις ευεξίας που έπαιρνε. Πολύ αργά. Η κατάσταση έδειχνε μη αναστρέψιμη. Οι δικηγόροι τότε αποφάσισαν να ζητήσουν από τους ξένους, έμπορους των δόσεων, να τους σώσουν. Το πρεζάκι περίμενε, υπόμενε και ανεχόταν. Η ασθένεια του όμως βαρεία.

Είχε ξαναπέσει στο βούρκο των ουσιών. Ήθελε απεγνωσμένα τη δοση του. Ο οργανισμός του θα κατέρρεε. Δεν είχε λεφτά να την εξασφαλίσει.Πούλησε την όποια κληρονομιά εξασφάλισε από τους παππούδες του, την περιουσία του ακόμα και τη γη του. Θα πέθαινε αν δεν έπαιρνε άλλη μία δόση. Οι ξένοι έμποροι ως σωτήρες θα του την έδιναν. Πράγματι θα ανακούφιζε το πρεζάκι όμως γνώριζαν πως θα ήταν και το Κύκνειο Άσμα του. Μετά δε θα υπήρχε γυρισμός. Η δόση θα έθετε την ταφόπλακα στο πρεζάκι. Θα τον ανακούφιζε πριν τον αποτελειώσει. Θα τον εξόντωνε ολοκληρώνοντας ένα σχέδιο ολοκληρώτικης κατασροφής που τόσο έντεχνα είχε στηθεί. Αυτό ήθελαν όλοι εξ'αρχής. Ένα πρεζάκι λιγότερο. Έτσι του έδωσαν την τελευταία του δόση, την υπ'αριθμόν 5 δόση.

Και ζήσαν ΑΥΤΟΙ καλά και εμείς επιβιώναμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψε ό,τι θές κερνάει το κατάστημα...