Το ξυπνητήρι ,πιστό στο καθήκον του, χτύπησε αποκρουστικά τα τύμπανα του Άντερς και αυτός με την σειρά του ξύπνησε. Αλλά πώς να πήγαινε καλά η μέρα του άμα άρχιζε με έναν τόσο βίαιο τρόπο ; Βέβαια αυτή η μέρα θα ήταν χειρότερη από τις προηγούμενες οι οποίες άρχιζαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αλλά σε αυτές η μονοτονία μεταφραζόταν από τον ίδιο σαν ευτυχία. Ευτυχία που ήταν μιζέρια αλλά δοκιμάζοντας καινούργια πράγματα πίστευε ότι απείχε πολύ από οτιδήποτε βαρετό και είχε την ψευδαίσθηση μιας ενδιαφέρουσας ζωής. Προβλέποντας την συνέχεια της ημέρας, ήπιε ένα καφέ και πήγε προς το Πανεπιστήμιο που δίδασκε.
Ξυπνητήρι δεν υπήρχε στο σπίτι της Αμάρανθης. Και δεν ήταν το μόνο που έλειπε καθώς και η απουσία της οποιασδήποτε μορφής ζωής εκεί μέσα ήταν προφανής. Τα λεφτά για σπουδές που της έστελναν οι γονείς της δεν έφταναν για τίποτα περισσότερο από ένα θεοσκότεινο δυαράκι που μοιραζόταν με τον Τόνυ. Αλλά της Αμάρανθης της άρεσε το δωματιάκι της. Κλειστό και απόμακρο σαν και αυτή. Τα χιλιάδες βιβλία στοιβαγμένα γύρω στους μαυροφορεμένους τοίχους, η μουσική που ακατάπαυστα ακουγόταν , και ένα σύννεφο καπνού ,που το απαλό φως το έκανε να κυμαίνεται μεταξύ ρομαντικού και ανατριχιαστικού κυριαρχούσαν μέσα στο δωμάτιο, που ήταν ο παράδεισός της. Ευτυχώς ήταν αποκρουστικός για τους άλλους και έτσι ήταν ολομόναχη. Ω ναι. Την αγαπούσε αυτή την μοναξιά. Ίσως επειδή μεγάλωσε σε πολύτεκνη οικογένεια και ποτέ δεν μπόρεσε να αποκτήσει λίγη ησυχία στο δωμάτιο που μοιραζόταν.
Ατίθασο κορίτσι η Αμάρανθη. Παρόλο που μεγάλωσε σε καθολική οικογένεια και πήγαινε και Κατηχητικό , απαλλάχτηκε από την θρησκευτική της πίστη. Σκεπτικίστρια δήλωνε. Απέρριπτε τα ήδη γνωστά και έψαχνε παραπέρα . Όχι και τόσο άκαρπη η προσπάθεια της καθώς είχε βρει Θεό να πιστεύει. Τον ονόμαζε Φόβο. Έτσι και αλλιώς για αυτό οι άνθρωποι δημιούργησαν τον Θεό. Για να έχουν κάποιον να φοβούνται. Επίσης της άρεσε να φλερτάρει . Της άρεσαν τα ριψοκίνδυνα πράγματα οπότε συχνά φλέρταρε με τον Θάνατο ,ο οποίος συχνότερα παρουσιαζόταν με την μορφή αυτοκτονίας .
Δεν μπορώ να πω ότι και ο Άντερς ποθούσε τον θάνατο. Αλλά μπορώ να πω με σιγουριά ότι κατά βάθος μισούσε την ζωή του. Γιατί δεν κατέφυγε στον θάνατο και κατέφευγε στα ψέματα ; Παρουσιαζόταν στους άλλους με τελείως διαφορετική εικόνα. Μία εικόνα του ανθρώπου που όλο ανακαλύπτει και βρίσκεται σε συνεχή κίνηση. Αλλά με μια προσεχτικότερη ματιά φαινόταν η πνευματική του ακινησία . Είχε κολλήσει σε ιδέες αλλονών και φοβόταν να ανακαλύψει κάτι μόνος του. Ο χαρακτήρας του και οι συνήθειες του ,πιστές αντιγραφές πρωταγωνιστών μυθιστορημάτων ή ταινιών . Το στυλ του ; Δεν απείχε πολύ από την γραβάτα με «τσάκιση». Όπως θα άρμοζε σε έναν σωστό υπάλληλο που δεν μπορούσε να ξεφύγει από το κλουβί της συνήθειας και ούτε μπορεί να θεωρήσει ωραίο ότι ήταν ελεύθερο και έξω από αυτό.
Είναι αλήθεια ότι φοβόταν να ζήσει . Αν και πολλές φορές σκέφτηκε να αποδράσει από την φυλακή του ,προτίμησε να παραμείνει σκέψη και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του πίσω από τα σίδερα της σιγουριάς. Τώρα πήγαινε στην δουλεία του .Απλή διαδικασία ,αλλά το ένστικτο του είχε μπει σε λειτουργία Διαισθανόταν ότι κάτι δεν θα πήγαινε καλά .Στον δρόμο για το πανεπιστήμιο ακούστηκε το ασθενοφόρο. Είχε καιρό να περάσει από αυτούς τους δρόμους ασθενοφόρο και έτσι το άκουσμα και μόνο της σειρήνας έφερε αναταραχή. Τι είχε γίνει ; Όλοι ρωτούσαν από δω και από κει μπας και ξεδιψάσουν την περιέργεια τους. Μάταια. Κανείς δεν ήξερε τίποτα.
Παρόμοια αναστάτωση υπήρχε και αργότερα στο αμφιθέατρο. Ο Άντερς δεν μπορούσε να διδάξει με τόση αναστάτωση. Άκουγε από κάθε μεριά της τάξης και μία διαφορετική εκδοχή .Όμως η πιο ενδιαφέρουσα ήταν αυτή που ήθελε το άτομο που μετέφερε το ασθενοφόρο να είναι μαθητής του. Χιλιάδες σκέψεις ξαφνικά στο μυαλό του. Θα τον καλούσαν για ανάκριση? Μήπως κάποιος πνιγόταν σε καμιά θάλασσα απαισιοδοξίας και το μάθημα του περί ζωής να τον βάρυνε και να πνίγηκε? Ανάμεσα στις χιλιάδες σκέψεις, αυτή τον τρομοκράτησε αληθινά. Γιατί να θέλει ένας φοιτητής να αυτοκτονήσει ; Έφταιγε που τους περνούσε μια απαισιοδοξία? Μήπως αυτός ώθησε τον νεαρό ; Στόμωσε. Δεν μιλούσε πια με τους μαθητές. Δεν του έβγαιναν λέξεις .Συνένοχος λοιπόν .Μέτρησε τους μαθητές. Τους ξαναμέτρησε. Η μοναδική φορά που η απουσία τους του προκαλούσε θλίψη. Ξεθόλωσε μετά από λίγο. Ίσως να ταν μία απλή φαντασίωση που χε για να ξεφύγει από την ανιαρή πραγματικότητα. Ξανασυλλογίστηκε .Αυτό ήταν. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος φοιτητής να πέθανε. Μάλλον θα ξενύχτησε σε καμια μπυραρία και τώρα ξεχρεώνει που δεν συγκρατήθηκε και αφέθηκε στην γοητεία του αλκοόλ .
Χτύπησε κουδούνι. ¨Επιτέλους¨ αναλογίστηκε. Πήγε στα γραφεία των καθηγητών μπας και έχουν νεότερα .Τελικά δεν είχε κλείσει την πόρτα σε οποιαδήποτε φαντασία προκειμένου να κάνει την μίζερη ζωή του συναρπαστική. Καθόταν στο γραφείο του περιμένοντας να χτυπήσει ξανά το κουδούνι .Έστυβε το μυαλό του αλλά δεν του ερχόταν στο νου .¨Ποιος μπορεί να ναι ο μαθητής?¨ . Τον τυραννούσε η σκέψη. Αλλά το συλλογισμό του σταμάτησε η φωνή ενός καθηγητή. ¨Η Αμάρανθη .Πήρε χάπια για να αυτοκτονήσει. Άμοιρο κορίτσι. Δεν πρόλαβαν να την σώσουν ¨. ¨Φαινόταν ότι δεν πήγαινε καλά. Και τι κατάφερε ; ¨Αναθεματισμένοι νέοι. Κάνουν οι γονείς τους τα πάντα για αυτούς και ορίστε το ευχαριστώ.¨ ακουγόταν από την άλλη μεριά της αίθουσας. Η Αμάρανθη ήταν λοιπόν. Την είχε προσέξει ο Άντερς. Σε όλα του τα τεστ και τις εργασίες απαντούσε άλλα αντί άλλων.
Αλλά οι περισσότεροι το έκαναν αυτό. Γιατί είχε προσέξει την δική της συμπεριφορά; Τι τον είχε τραβήξει στις απαντήσεις της;
Γύρισε επιτέλους σπίτι. Όλη την μέρα περίμενε για αυτή την στιγμή . Έβαλε το φαγητό να ζεσταίνεται και πήγε να ψάξει στην βιβλιοθήκη για τους φακέλους του . Άνοιξε έναν κιτρινωπό που έγραφε απέξω ¨Φιλολογία-Ζωή¨ .Άρχισε να ψάχνει τα γραπτά των μαθητών .Μα γιατί τόση αγωνία ;Τι προσδοκούσε να βρει? Βρήκε το γραπτό της . Στην αρχή είχε το δικό του κείμενο
¨ Ποιός είμαι ;
Ούτε εγώ δεν ξέρω.
Ξέρω αλλά δεν θέλω να προβάλλω τα χαρακτηριστικά μου στον αναγνώστη.
Δεν είναι τόσο η ντροπή ,όσο η παραπληροφόρηση .
Αν έμενα στάσιμος θα ήταν εύκολο να σας παρουσιαστώ.
Αλλά εγώ αλλάζω, εξελίσσομαι .
Μάλλον το εξελίσσομαι δεν ταιριάζει εδώ .
Το αποτέλεσμα θα κρίνει αν αυτή η αλλαγή ήταν ωφέλιμη.
Ωφέλιμη ή βλαβερή, αυτή η αλλαγή υπάρχει.
Για αυτό αρνούμαι να σας συστηθώ.
Αλλά απ΄ την άλλη , γιατί να μην κάνω ένα γενικό πορτραίτο μου ;
Οι επιλογές αποκλίνουν, αλλά πόσο μεγάλη μπορεί να ΄ναι η απόκλιση ;
Μπορώ από σκεπτικιστής να καταλήξω τυφλά προσηλωμένος σε μόδες ;
Άρα το πρέπον είναι η προσωπογραφία μου να υπάρξει μετά το θάνατο μου, σε καιρούς πλήρους στασιμότητας για μένα.
Και αντί για μένα , θα σας συστηθεί μια μαρμάρινη πλάκα.
Καινούργια ερωτήματα γεννιούνται.
Ποιος θα γράψει το επιτύμβιο ;
Ακόμα και η δική μου προσφορά δεν είναι σίγουρη, διότι δεν ξέρω πότε θα πεθάνω.
Αν σκοπεύω να εξελίσσομαι μέχρι το θάνατο μου ;
Πιστεύω ότι είναι προφανές.
Μοναδική λύση να το αναθέσω σε άλλον.
Αλλά ποιος μπορεί να με παρουσιάσει καλύτερα από εμένα τον ίδιο ,την στιγμή που και εγώ ο ίδιος αδυνατώ ;
Ποιος είμαι ;
Δυστυχώς κανείς δεν θα γνωρίσει.¨
Από κάτω έπρεπε οι μαθητές να χαρακτηρίσουν το κείμενο και να πουν και τις σκέψεις που τους δημιουργούσε .Περίμενε να βρει μια άδεια σελίδα αλλά στην θέση της βρισκόταν το εξής κακογραμμένο κείμενο
¨Εμένα προσωπικά μου βγάζει το ψώνιο που χετε μέσα σας. Είναι προφανές ότι δεν έχετε ασχολίες και η απουσία οικογένειας φέρνει περισσότερη πλήξη στην ζωή σας . Όλη την ώρα προσπαθείτε να πειστείτε ότι είστε κάτι παραπάνω από έναν κάτοικο μεγαλούπολης που χει χάσει το παιχνίδι με την ζωή και η καθημερινότητα τον κάνει να λυγίζει όλο και πιο πολύ. Είναι αστείο ότι εσείς είστε πιο νεκροί και από αυτούς που προσπαθούν να αυτοκτονήσουν .Αυτοί προσπαθούν να ξεφύγουν από αυτή την ζωή ενώ εσείς κρατάτε παθητική στάση .Τι περιμένετε ; Δεν σας προτείνω να αυτοκτονήσετε. Ίσα ίσα που σας παροτρύνω να ζήσετε .Ξεφύγετε επιτέλους από τις αξιοθρήνητες προσπάθειες να κάνετε κάτι το οποίο όταν το πετυχαίνετε σας χώνει πιο βαθιά στο βούρκο της μιζέριας. Επίσης οφείλω να πω ότι θα ήσασταν αρκετά θρήσκος αν πιστεύατε στον δικό μου Θεό τον Φόβο. Τον υπηρετείτε τόσο πιστά που όλοι καταλαβαίνουν ότι δεν μπορείτε να του ξεφύγετε . Αλλά προφανώς θα σας διέφευγε κάτι ,όπως πάντα άλλωστε .Ο Θεός μου δημιουργήθηκε για να απαλλάξει τους πιστούς από τον φόβο. Κύριε Άντερς αρκετοί πιστεύουν ότι βλέπετε το δέντρο και χάνετε το δάσος. Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι ούτε το δέντρο βλέπετε .Μάλιστα θεωρώ μεγάλο ζήτημα να μπορείτε να διακρίνεται έναν θάμνο. Απλά υποκρίνεστε . Ναι μάλιστα.¨
Τα λόγια της τον άγχωναν .Φοβόταν να γυρίσει την σελίδα .Φοβόταν να αντιμετωπίσει την αλήθεια .Φοβόταν να βρεθεί φάτσα με φάτσα .Πάντα συνήθιζε να φοράει μια μάσκα αλλά αυτή τη φορά έπρεπε να πάει γυμνός .Αυτή η γύμνια τον φόβιζε .Μετά σκέφτηκε ότι πρέπει να ξεφύγει από τον Φόβο. Γύρισε την σελίδα . Ξανάρχισε να διαβάζει
¨ΠΡΟΧΕΙΡΟ
Τελειώνοντας κατανοώ το λάθος μου που δεν δίνω λευκή κόλλα. Γιατί προσπαθώ να σας ανοίξω τα μάτια αξιότιμε κ.Άντερς ? Θέλετε να πιστεύετε ότι είμαι μια φοιτήτρια που στο πρόσωπο σας αντικρίζει τον εφηβικό της έρωτα .Λάθος .Δεν αμφιβάλλω ότι οι φοβίες σας σας κάνουν γλυκούλη. Αλλά εγώ το κάνω από άλλο λόγο. Επειδή σας λυπάμαι. Και επειδή εγώ πρόκειται να στερηθώ σύντομα την ζωή μου προσπαθώ να σώσω την δική σας!
Καλημέρα και καλή συνέχεια. ¨
Το φαγητό ήταν έτοιμο. Μοσχοβολούσε το σπίτι .Πήγε στην τραπεζαρία να φάει .Έβαλε φαΐ και έφυγε . Έπρεπε να πάει στο σπίτι της Αμάραντης να ψάξει . Να ψάξει για τι ; Για οτιδήποτε θα τον βοηθούσε να αλλάξει και να ξεφορτωθεί την ζωή του. Ρώτησε έναν συνάδερφο και έμαθε ότι έμενε μαζί με έναν άλλο μαθητή του, τον Τόνυ. Έσφιξε την γραβάτα του για να πάρει σιγουριά και ξανακατέβηκε στον δρόμο για να πάει επίσκεψη στον Τόνυ. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε κυλήσει λάθος και είχαν γίνει όλα αυτά.
Έφτασε στο δυαράκι. Πριν χτυπήσει το κουδούνι έσφιξε την γραβάτα για να ξαναπάρει σιγουριά. Ο Τόνυ τον υποδέχτηκε με μία συγγνώμη για την ακαταστασία .
Ζήτησε να ψάξει με την ησυχία του. Μπήκε στο δωμάτιο της Αμάρανθης .Ο καπνός τον έπνιγε. Έφταιγε ο καπνός ή ο φόβος του ; Έψαχνε στα τυφλά για κάποιο σημειωματάριο. Η μουσική δεν τον ενοχλούσε. Αν και μεταλ και ξενική στα γούστα του ,του κράταγε παρέα.
Βρήκε ένα τετράδιο με σημειώσεις. Τον τράβηξε μία από αυτές
¨Σήμερα ………Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη.
Αντίκρισα ρυτίδες .
Δεν με ένοιαζε ποτέ η εμφάνιση μου
Απλά ένοιωσα ότι τώρα πια δεν ήμουν Αμάρανθη.
Είχα αρχίσει να μαραίνομαι .Και το χειρότερο από όλα ; Έχασα κάθε ενδιαφέρον . Τώρα πια τι θα με σταματήσει ; Ελπίζω ο δυστυχισμένος Άντερς να ξεφύγει από την μιζέρια του και να με σώσει. Άρα είμαι καταδικασμένη¨
Το ξαναδιάβασε. Δεν πίστευε ότι υπήρχε κάποιος που θα ενδιαφερόταν για αυτόν. Συνήθιζε να δίνει ζωή σε άψυχα πράγματα και να τους εκμυστηρεύεται τα πάντα. Πρώτη φορά υπήρχε έμψυχο ον που να τον καταλάβαινε . Υπήρχε .Δεν υπάρχει πια .Εξαιτίας του . Έπρεπε να την είχε πάρει στα σοβαρά και να προσπαθούσε να την σώσει . Ήταν ένοχος .Και όχι μόνο για την ζωή της Αμάρανθης . Δεν πέθανε μόνο αυτή .Εκείνη την ώρα επισημοποιούταν και ο δικός του θάνατος. Είχε την ευκαιρία να τα ανατρέψει όλα .Τώρα πια ήταν καταδικασμένος .Πήγε στο σαλόνι .Καθόταν ο Τόνυ με κάτι φίλους του και έστριβαν τσιγάρα. Αποχαιρέτησε .
Στο δρόμο για το σπίτι δεν άντεχε .Η δολοφονία που νόμιζε ότι είχε κάνει βάραινε την ψυχή του και η ψυχή με την σειρά της ξαλάφρωνε λίγο από το βάρος στα πόδια του που δυσκολεύονταν να προχωρήσουν παρακάτω. Δεν είχε που να πάει .Δεν ήθελε να βρεθεί σπίτι του και να εξομολογείται στους τοίχους τι έκανε. Ήθελε….Δεν ήθελε τίποτα. .Ούτε που κατάλαβε ότι είχε φτάσει στην εξώπορτα. Άνοιξε την πόρτα . Πήγε να πάρει τον ανελκυστήρα. Όχι .Ήθελε να ανεβεί τα σκαλιά ,παρόλο που του ήταν δύσκολο .Ήταν η τιμωρία που είχε ο ίδιος επιβάλλει . Εκείνη την στιγμή θα νόμιζε κάνεις ότι αυτή η σκάλα θα τον έφτανε στα ουράνια .Στο τέλος της θα έπαιρνε άφεση αμαρτιών.Η ανάβαση της θα τον λύτρωνε από τις ενοχές .
Όμως ήταν δύσκολο. Είχε δυο ορόφους ακόμα και φοβόταν να συνεχίσει. Φοβόταν…Ο φόβος του τον καταδίκασε σε αυτό .Εμψυχώθηκε .Καλού κακού σφίγγει και την γραβάτα για να τον βοηθήσει στο μαρτύριο του. Τα κατάφερνε. Είχε φτάσει ως την μέση .Οι θεολογικές ιδέες που είχαν φυτρώσει έκαναν πιο δύσκολο τον δρόμο του.
Ένας όροφος είχε μείνει. Σταμάτησε ,να πάρει δυνάμεις .Κοίταξε το πρόσωπο του που κατόπτριζε στο γυαλί του κλιμακοστασίου .Είχε και αυτός ρυτίδες . Όμως δεν θα τις άφηνε να τον σκοτώσουν όπως έκαναν και με την αγαπητικιά του.
Θα κέρδιζε αυτή τη μάχη. Είχε βαρεθεί να είναι ηττημένος και να κάνει ότι δεν νοιαζόταν .
Έφτασε επιτέλους στο διαμέρισμα του. Ο ιδρώτας τον έλουζε αλλά ο ίδιος του έδινε άλλη σημασία .Πίστευε ότι είχε πάρει την πολυπόθητη άφεση των αμαρτιών και εκείνη την στιγμή βαπτιζόταν .Πήγε στην τουαλέτα .Κοιτάζει τον καθρέφτη .Νοιώθει τυχερός που έχει ρυτίδες .Του δείχνουν την υπεροχή του έναντι στον θάνατο. Πρώτη φορά κερδίζει και μάλιστα σε μία τόσο σημαντική αναμέτρηση. Φεύγει χαρούμενος από το μπάνιο και κάθεται μπροστά στον υπολογιστή του. Τον κυριεύει όμως μια θλίψη για τα την ζωή που έχασε.
Χαλαρώνει την γραβάτα. Η πιστή του φίλη δεν μπορούσε να του δώσει πλέον σιγουριά. Ήταν αντιμέτωπος με το παρελθόν του και η παλιοπαρέα δεν μπορούσε να τον σώσει αυτή την φορά. Χαλαρώνει και άλλο την γραβάτα. Ασφυξία συνοδεύει την ανασφάλεια που τον έχει πιάσει. Ανασφάλεια ενώ βρισκόταν μέσα στην ίδια του την φυλακή .Η φυλακή του αποκάλυψε το αληθινό της πρόσωπο. Βγάζει βιαστικά την γραβάτα. Ποτέ δεν είχε νιώσει πιο προδομένος . Ανακαλύπτει ότι ήταν απλός παρατηρητής της ζωής του. Ανοίγει τον υπολογιστή του. Διαγράφει παλιό τεστ που χε γράψει . Και στην θέση του αρχίζει να γράφει
¨Ποιος είμαι ;
Δυστυχώς τώρα με γνώρισα…¨
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψε ό,τι θές κερνάει το κατάστημα...